- υδατόχολος
- -ον, Α(για περιττώματα) υδατώδης και χρωματισμένος σαν τη χολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -χόλος (< χόλος/χολή), πρβλ. πικρό-χολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδατόχολον — ὑδατόχολος watery and bilious in colour masc/fem acc sg ὑδατόχολος watery and bilious in colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοχόλοις — ὑδατόχολος watery and bilious in colour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοχόλοισι — ὑδατόχολος watery and bilious in colour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοχόλοισιν — ὑδατόχολος watery and bilious in colour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατόχολα — ὑδατόχολος watery and bilious in colour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek